Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Τερατούργημα...

Σκοτάδι πυκνό. Καθόλου άνεμος. Κανένας ήχος. Σαν ασφυξία τα πάντα γύρω. Πάνω στην κορυφή του Καυκάσου ή πολύ μέσα βαθιά σε μια ψυχή· όποια ψυχή, χθεσινή, σημερινή, αυριανή… Στο βάθος σαλεύει η ζοφερή μορφή της Μέδουσας. Πιο μπροστά στην σκηνή …ο Περσέας, ένας πάνοπλος νέος, κρυμμένος πίσω από έναν βράχο.

Ακούγεται η Μέδουσα:

Στάσου εκεί, βουρκόπαιδο· εκεί, πίσω απ’ τον βράχο.
Κανείς δεν πλησιάζει μια γυναίκα ασφυκτικά μοναχική, μέσα σε τόση διαύγεια, δίχως απώλειες σε ψυχή….Εκμεταλλεύσου —σε προτρέπω— την προθυμία μιας νύχτας κρεμασμένης απ’ τα χείλη της σιωπής...κι αν θες να φύγεις αποδώ μόνο με μιαν αυτάρεσκη πληγή που, αργά ή γρήγορα, θα ξεχαστεί κι αυτή στην πανδημία της ζωής σου...μην τολμήσεις να σηκώσεις το βλέμμα από τη γη… Δεν πρόκειται ν’ αντέξεις...


Πες μου τώρα τι θέλεις.... ξέρω καλά πως δεν ανέβηκες τόσο σκοτάδι χάριν πνευματικής αναψυχής….Μίλα! …Η φωνή δεν ενέχει κινδύνους…

Πώς; Δεν ακούω τίποτε. Βουβάθηκες; Τι σου συμβαίνει; Μη μου πεις!
Είσαι από κείνα τ’ αφόρητα έλλογα πλάσματα, που νομίζουν πως δεν πρέπει να χαραμίζουν τα λόγια τους σε πράγματα αθέατα; Δεν σου φτάνει η φωνή μου, για να ξέρεις πως υπάρχω;
Μα, δεν αγάπησες ποτέ; Από το βλέμμα αγάπησες εσύ; Μιαν εικόνα αγάπησες, όπως όλοι; Σκέψου τι είναι μια εικόνα. Σκέψου ποια λέξη άκουσες όταν αγάπησες·… αν αγάπησες….Δεν αγάπησες· το νοιώθω! Άκου, λοιπόν! Ακούς τα φίδια; Είναι τα φίδια που σαλεύουν στο σκοτάδι….Πες μου τι βλέπεις... Όχι, όχι, μην σηκώνεις τα μάτια! Τι βλέπεις σου ζητάω να μου πεις....

Άσε το βλέμμα σου... Τι ξέρει αυτό; Άκου και πες μου τι βλέπεις....
Τα μαλλιά μου, ε; Βλέπεις ένα κεφάλι γυναικείο με φίδια· όχι μαλλιά.
Σε κατάλαβα. Άρπαξες την πρώτη εικόνα που βρήκες στριμωγμένη στο δισάκι της αφέλειάς σου....Ανόητε! Αν τυλίγονταν απάνω σου μαλλιά κατάμαυρα σαν φίδια ένα βράδυ μεθυσμένο με φιλιά…αν ένοιωθες κάποτε κάπου μέσα στο σκοτάδι πως θέλεις να σε πνίξουν, παρά να μείνει το σώμα σου χωρίς το σώμα της αγάπης μιαν άλλη νύχτα, θα μπορούσες να δεις μιαν άλλη λέξη εκεί που βλέπεις άλλη μια φρίκη...

Καλύτερα να σου μιλήσω για τα χέρια μου.
Σου είπαν πως είναι χάλκινα; Ίσως. Εγώ δεν τα κοίταξα ποτέ. Δεν χρειάστηκε ή δεν θέλησα. Τι ν’ αγκαλιάσω εδώ πάνω; Τις αναμνήσεις μου;
Οι αναμνήσεις γίνονται χειρότερες κι απ’ τον χειρότερο χαλκό, όταν δεν έχουν κανένα μέλλον ν’ ακονίσουν: ...αρκετά εύπλαστες ώστε να πάρουν το σχήμα της συμφοράς σου, αλλά πάντα απαθείς, ανέστιες, στις επικλήσεις της ψυχής...εκτός ίσως από κάποιαν ανυπόφορη αίσθηση σκουριάς, που καλύπτει ίσα ίσα τις πληγές με μια ψευδαίσθηση ανακούφισης...
Εν πάση περιπτώσει όλο και κάτι θα σου είπαν.
Δεν μπορεί να μην κοιμήθηκες μια τουλάχιστον φορά, ακούγοντας εκείνη την μπαγιάτικη ιστορία για τη Νύμφη που ενέδωσε στην ρώμη του Ποσειδώνα μέσα στον Παρθενώνα!
Τους φαντάζομαι να φτύνουν τις λέξεις μία μία σαν να τοξεύουν το κουνάβι της προστυχιάς τους: Νύμφη, ρώμη, Παρθενώνας...

Λοιπόν, βουρκόπαιδο, ερωτεύτηκα
κι ο έρωτας δεν έχει νόημα αν δεν σταθεί στην άκρη μιας τρέλας, αν δεν σπάσει κάτι ανεπίτρεπτο στα δόντια της νύχτας….
Τα λουλούδια, τ’ απογεύματα, οι μελαγχολικές σκιές και κάποιο ανύποπτο πουλί πάνω απ’ το κύμα, ανήκουν στην βουλιμία μιας άλλης ανθρωπότητας, πολύ ψεύτικης, πολύ φοβισμένης, ώστε να συμβιβαστεί με την θηριωδία της.

Εγώ προτίμησα να νοιώσω την άγρια λάμψη της πέτρας στο σώμα μου...προτίμησα ν’ αγκαλιάσω ένα ζώο μέσα στο σκοτάδι, ένα ζώο υγρό, σκληρό, ανόσιο, αρχαίο.
Μόνον έτσι μπορείς ν’ αγκαλιάσεις ολόκληρο το τίμημα του έρωτα· και μόνο από θεό.
Δεν μόλυνα τον Ναό της. Τον τρόμο που απαιτεί ναούς για να είναι ανθρώπινος μόλυνα: τον λαχτάρησα και τον χόρτασα...

Και οργίστηκε η έλλογη παρθένα και λογίστηκε η σκύλα η Αθηνά την τάξη της λατρείας της.
Κάποτε γύριζε στα πεδία των μαχών και σκύλευε κουφάρια, καθάριζε τον κόσμο απ’ τ’ αποφάγια ενός τετράποδου, που σάλευε προς το δίποδο.

Έτσι την τραγουδούσαν οι ποιητές, όταν ήξεραν να πληγώνουν τις λέξεις με την γλώσσα τους...και το αίμα ήταν ο οργασμός του ρόδου στην άκρη του αγκαθιού κι ο θάνατος τρόμος γλυκύτατος, καρπός του δέντρου καθενός: η φλέβα ρίζα κι η καρδιά δυο φύλλα σαλεμένα στον άνεμο της σάρκας...
Ναι τότε, πριν αρχίσουν να σκούζουν σκέψεις, να μαϊμουδίζουν εικόνες· πριν, πολύ μέσα πριν.
Ύστερα επινόησε την ιερότητά της, κι ο κόσμος έγινε πραγματικό σφαγείο· μια ιδέα, βουρκόπαιδο. Το κτίσμα που βεβήλωσα ήταν μια ιδέα.
Κι έτσι το σύμπαν μπορεί στέκεται στα δυο του άκρα —ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο— αλλά τυχαίνει να είναι τα μπροστινά.

Λοιπόν, αν όπως δείχνει ο οπλισμός των χεριών σου —τον οπλισμό της καρδιάς σου πραγματικά τον αγνοώ— ήρθες εδώ για να στερήσεις τα σκοτάδια από ένα τέρας, ν’ αποδείξεις την δύναμη των φώτων, πρέπει να δουλέψεις στα τυφλά.
Όχι γιατί το βλέμμα μου θα σε αφοπλίσει, αλλά γιατί δεν πρόκειται να δεις τίποτε μέσα στο σκοτάδι σου...

Νόμισες πως είμαι τόσο τιποτένιο πλάσμα, ώστε να μείνω εντελώς ανοχύρωτη εδώ πάνω;
Σε περίμενα, ανόητε. Περίμενα κάποια στιγμή να φτάσει κάποιος που δεν θα βλέπει, κάποιος που δεν θα ξέρει τι σημαίνει τ’ όνομά μου,
κάποιος που θα σκοτώσει μια λέξη ανεπίστρεπτη πολύ μέσα του, πολύ πριν με σκοτώσει για τα καλά....Μέδουσα σημαίνει «Κυρίαρχος», βουρκόπαιδο. Σκέψου ποιον τρόμο αντικρίζει η αυτή η άναυδη λέξη: «Κυρίαρχος»...

Όχι, άφησε καλύτερα! Κλείσε καλά τα μάτια κι έλα να τελειώνουμε.... Έτσι κι αλλιώς, ένα ψέμα σ’ έφερε εδώ πάνω....Ή μήπως ήταν λάθος;

Γιώργος Μπλάνας
Πηγή :
http://genesis.ee.auth.gr

0 Μουχαμπέτια:

Related Posts with Thumbnails

MeDuSa-Kia

Blog Archive

Το Άλλο μου Παιδί...

Το σόι...

Ο Φονιάς...Νιαρ

Εκτιμώ...Διαβάζω & ακούω

Προσοχή...!

Στον αγώνα της ζωής....


....όποιος κι αν είναι ο στόχος σου...


.... να κρατάς τα μάτια σου....


...στον λουκουμά....κι όχι στην τρύπα.


Oscar Wilde

Το νου σας... ;o)

....Το νου σας ρεμάλιααααααααα…

χς βαρς κούεται, πολλ τουφέκια πέφτουν ;o)

About Μή!

Ο Ρουφιάνος...