Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Το νεκρομαντείο του Αχέροντα

Η λέξη Νεκρομαντείο προέρχεται από την αρχαία ελληνική Νεκυομαντείο η οποία αποτελείται από τις: νέκυς (=νεκρός) και μαντεία δηλώνοντας τη μαντεία από τους νεκρούς.

Τα νεκρομαντεία της αρχαιότητας ιδρύονταν συνήθως σε μέρη τα οποία θύμιζαν είσοδο προς τον κάτω κόσμο, τον Άδη, τον κόσμο των νεκρών. Έτσι, σπηλιές, χάσματα γης, ποτάμια ή λίμνες (Αχερουσία λίμνη) που θεωρούνταν πύλες εισόδου στον του Άδη αλλά και σημεία από τα οποία ο νεκρός ανέβαινε στον πάνω κόσμο για να απαντήσει στα ερωτήματα που του έθεταν, ήταν ιδανικοί χώροι για τα νεκρομαντεία. Η ύπαρξή τους στηρίζεται στην πίστη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ότι η ψυχή κατά την απελευθέρωσή της από το σώμα, αποκτούσε μαντικές ικανότητες.

Στα νεκρομαντεία προσέρχονταν οι πιστοί για να συμβουλευτούν τις ψυχές των νεκρών μέσω της μαντικής (νεκρομάντεις) με σκοπό τη γνώση του μέλλοντος ή την αποκάλυψη κρυμμένων αντικειμένων (παραπλήσια μορφή: πνευματισμός). Η ψυχή του νεκρού ανέβαινε από τον κάτω κόσμο, κάτι που επιτυγχάνονταν με την τήρηση ενός συγκεκριμένου τελετουργικού.

Το πιο διάσημο νεκρομαντείο της αρχαιότητας ήταν το Νεκρομαντείο του Αχέροντα.


Το πιο φημισμένο νεκρομαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου βρίσκεται κοντά στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης, στο σημείο όπου ενώνονται τα ποτάμια του Άδη, ο Αχέροντας με τον Κωκυτό. Στις αρχαίες πηγές η τοποθεσία της Αχερουσίας λίμνης περιγράφεται ως το σημείο κατάβασης των νεκρών στον Άδη και η Εφύρα, η πόλη της Ηπείρου που βρίσκεται λίγο βορειότερα, συνδέεται με πανάρχαιη λατρεία της θεότητας του θανάτου. Στο νεκρομαντείο πήγαιναν οι πιστοί για να συναντήσουν τις ψυχές των νεκρών, που μετά την απελευθέρωσή τους από το σώμα αποκτούσαν την ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον.

Η παλαιότερη αναφορά του νεκρομαντείου του Αχέροντα γίνεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια, όταν η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να συναντήσει στον Κάτω Κόσμο τον τυφλό μάντη Τειρεσία και να πάρει χρησμό για την επιστροφή στην πατρίδα του (κ 488 κ.ε.). Μάλιστα κατά την κάθοδό του εκεί πληροφορήθηκε και για τον χαμό της μητέρας του Αντίκλειας, που στο μεταξύ είχε πεθάνει. Αμέσως παρακάτω δίνει τη συναρπαστική περιγραφή της καθόδου του Οδυσσέα, ενός θνητού, στον Άδη (λ 24 κ.ε.). Η ομοιότητα της ομηρικής περιγραφής με τη θέση του νεκρομαντείου είναι εκπληκτική, στοιχείο που παρατηρεί και ο Παυσανίας σχεδόν χίλια χρόνια αργότερα, θεωρώντας ότι ο Όμηρος πρέπει να είχε δει τα μέρη αυτά (1.17.5).

νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ' Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ,
αὐτὸς δ' εἰς Ἀΐδεω ἰέναι δόμον εὐρώεντα.
ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσι
Κώκυτός θ', ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀποῤῥώξ,
πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων·

«… ἄραξ' ἐκεῖ τὸ πλοῖο σου στοῦ Ὠκεανοῦ τὴν ἄκρη,
καὶ στοῦ Ἅδη κίνησε νὰ πᾶς τ' ἀραχνιασμένο σπίτι,
Ἐκεῖ ὁ Πυριφλεγέθοντας στοῦ Ἀχέροντα τὸ ρέμα
κυλιέται μὲ τὸν Κωκυτὸ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὴ Στύγα,
κι ὁ βράχος ποὺ βαρύβροντα τὰ δυὸ ποτάμια σμίγουν…»
(κ’ ραψωδία)

Ωστόσο, στην ελληνική μυθολογία και άλλοι ήρωες είχαν τολμήσει αυτή την κατάβαση στον Άδη: ο Ορφέας για να φέρει στη γη την αγαπημένη του Ευρυδίκη, ο Ηρακλής για να φέρει στο βασιλιά Ευρυσθέα τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο-φύλακα της εξόδου από τον Άδη, Οι απεσταλμένοι του Περίανδρου για να μάθουν για τον κρυμμένο θησαυρό από τη γυναίκα του Μέλισσα, και ο ΘησέαςΠειρίθου για να αρπάξουν την Περσεφόνη. με τον

Ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» χρησιμοποιεί το όνομα Αχέροντας ως μετωνυμία του Χάρου τη στιγμή που η Αντιγόνη οδεύει προς την τιμωρία του ηθικού της χρέους:

«…ἀλλά μ᾽ ὁ παγκοίτας Ἅιδας ζῶσαν ἄγει
τὰν Ἀχέροντος
ἀκτάν, οὔθ᾽ ὑμεναίων ἔγκληρον, οὔτ᾽ ἐπινύμφειός
πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν, ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω…»
(4ο επεισόδιο, Α σύστημα, στροφή α)


Μέσω του Αχέροντα ποταμού, ο Χάροντας μετέφερε με τη βάρκα του στην είσοδο του Άδη τις ψυχές, αφού προηγουμένως λάμβανε στο πορθμείο του τον οβολό που τοποθετούσαν στο στόμα τους οι συγγενείς. Ο Λουκιανός, σατυρικός συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αι., στο έργο του «Νεκρικοί Διάλογοι», περιγράφει με τρόπο παραστατικό την όλη διαδικασία:

-Χάρων: Απόδος ω κατάρατε τα πορθμεία.
-Νεκρός: Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος [...]

Στο βάραθρο της Στύγας στεκόταν ο φύλακας Κέρβερος, σκύλος τρικέφαλος, με ουρά λιονταριού που κατέληγε σε φίδι (η μορφή του έχει αποτυπωθεί στα νομίσματα της Θεσπρωτικής πόλης Ελέας). Με την είσοδό τους στον Κάτω Κόσμο, οι ψυχές παρουσιάζονταν στους τέσσερις κριτές, τον Πλούτωνα, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό, οι οποίοι και αποφάσιζαν για τις πράξεις τους κατά τη διάρκεια του επίγειου βίου τους. Από τους θνητούς μόνον ορισμένοι κατάφεραν να κατεβούν στον Άδη ζωντανοί και να επιστρέψουν και πάλι στη ζωή.

Οι προσχώσεις των ποταμών Αχέροντα, Κωκυτού (Μαύρου) και Πυριφλεγέθοντος (Βωβού), συνέτειναν στον σχηματισμό έλους κι αργότερα λίμνης, της Αχερουσίας ,που σήμερα έχει αποξηρανθεί. Η ύπαρξη του βράχου με τη σπηλιά στα ΒΔ της λίμνης, στη συμβολή των τριών ποταμών, ήταν ιδανική για την ανέγερση του μαντείου. Τόπος ξακουστός, γνωστός κι από τις γλαφυρές περιγραφές του Ομήρου, για αιώνες υπήρξε δημοφιλής προορισμός, στον οποίο προσέφευγαν οι θνητοί για να συναντήσουν, προσφέροντας τις κατάλληλες προσφορές, τους νεκρούς και να προβλέψουν τα μελλούμενα.

Η παλαιότερη χρήση του λόφου όπου σώζεται το νεκρομαντείο ανάγεται στη μυκηναϊκή εποχή (14ος-13ος αι. π.Χ.), στην οποία χρονολογούνται τρεις παιδικοί τάφοι με λιγοστά ευρήματα. Αργότερα στο χώρο πρέπει να ιδρύθηκε ιερό αφιερωμένο στη θεότητα της Γης, όπως δείχνουν όστρακα αγγείων και πήλινα ειδώλια, που βρέθηκαν στους δυτικούς πρόποδες του λόφου και χρονολογούνται μέχρι και τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Τα σωζόμενα λείψανα του νεκρομαντείου χρονολογούνται στην ελληνιστική περίοδο. Το κύριο τμήμα του ιερού χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (τέλη 4ου - αρχές 3ου αι. π.Χ.), ενώ σε μια δεύτερη οικιστική φάση, στο τέλος του 3ου αι. π.Χ., προστέθηκε στα δυτικά του αρχικού ιερού ένα ακόμη συγκρότημα. Το κυρίως Ιερό λοιπόν περιλαμβάνει κύρια αίθουσα, διαδρόμους, δωμάτια υποδοχής και προσωπικού, δωμάτια προετοιμασίας, αποθήκες στις οποίες διασώθηκαν πιθάρια με τις προσφορές των επισκεπτών, τον λαβύρινθο και το καθαυτό ιερό, όπου δίνονταν οι χρησμοί.

Το ιερό με αυτή τη μορφή λειτούργησε αδιάλειπτα για δύο αιώνες περίπου. Με την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους πυρπολήθηκε το 167 π.Χ., οπότε και τελείωσε η λειτουργία του. Στον 1ο αι. π.Χ. με την εγκατάσταση Ρωμαίων εποίκων στην πεδιάδα του Αχέροντα, η αυλή του ιερού κατοικήθηκε πάλι. Στις αρχές του 18ου αιώνα στο χώρο οικοδομήθηκε η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, το καθολικό της οποίας προβάλλει ακόμα πάνω στα ερείπια, και το αντίστοιχο νεκροταφείο.

Το νεκρομαντείο ανασκάφηκε τα έτη 1958-1964 και 1976-1977 υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και ήταν το πρώτο ιερό και μαντείο των θεών του Κάτω Κόσμου που έγινε γνωστό.

Πηγή : http://www.macedoniahellenicland.eu

0 Μουχαμπέτια:

Related Posts with Thumbnails

MeDuSa-Kia

Blog Archive

Το Άλλο μου Παιδί...

Το σόι...

Ο Φονιάς...Νιαρ

Εκτιμώ...Διαβάζω & ακούω

Προσοχή...!

Στον αγώνα της ζωής....


....όποιος κι αν είναι ο στόχος σου...


.... να κρατάς τα μάτια σου....


...στον λουκουμά....κι όχι στην τρύπα.


Oscar Wilde

Το νου σας... ;o)

....Το νου σας ρεμάλιααααααααα…

χς βαρς κούεται, πολλ τουφέκια πέφτουν ;o)

About Μή!

Ο Ρουφιάνος...